Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ... ένα παραμύθι του Κ. Ισπόγλου



Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μια φορά και ένα καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια, ήταν ένα μικρό βασίλειο, ένα βασίλειο που δεν ήταν όπως όλα τα άλλα. Ήταν δημοκρατικό και σ’ αυτό γίνονταν εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια για να διαλέξουν τον καινούργιο τους βασιλιά.
Ο βασιλιάς μας λοιπόν, μετά από τέσσερα χρόνια στο θρόνο του, στάθηκε μια μέρα μπροστά στον μαγικό του καθρέπτη, πήρε βαθιά ανάσα και γεμάτος αυτοπεποίθηση ρώτησε «καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποιος είναι ο πιο άξιος για βασιλιάς;» δεν πρόλαβε να τελειώσει την ερώτηση και ο μαγικός καθρέπτης αναφώνησε «Εσύ, βασιλιά μου». «Τόσα και τόσα έκανα γι’ αυτούς και έχω τόσα πολλά ακόμη να κάνω» συμπλήρωσε ο βασιλιάς και γυρνώντας την πλάτη να φύγει αναρωτήθηκε «χμ, και εδώ που τα λέμε κανένας δεν με αμφισβήτησε».
Έπρεπε λοιπόν, να βρει έναν τρόπο για να συνεχίσει να είναι βασιλιάς όχι μόνο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια αλλά και για πολλά ακόμα. Και επειδή τον αγαπούσε και ο «θεός», του έκανε ένα δωράκι, του έδωσε πέντε αντιπάλους για τις εκλογές και του είπε «μην φοβάσαι, δεν πρόκειται ποτέ αυτοί να συνεννοηθούν, αν θέλεις και πάλι βασιλιάς να γίνεις, άφησέ τους, μεταξύ τους αυτοί θα τσακωθούν και την κορώνα πάλι εσύ θα την φορέσεις».
Ο βασιλιάς μας, όμως, ήθελε να έχει το κεφάλι του ήσυχο και καλού κακού αγόρασε πάνω από εκατό υπηκόους από τα γύρω βασίλεια, «νομίζω είναι αρκετοί» σκέφτηκε. Φυσικά σαν βασιλιάς που ήταν, δεν παρέλειψε να πλησιάσει το λαό του, κάποιους τους μίλησε με γλυκόλογα και τους χάιδεψε φιλικά στην πλάτη, κάποιους τους υποσχέθηκε μια καλή θέση αυλικού και τους υπόλοιπους τους έτριξε τα δόντια (έτσι για να δουν με ποιόν έχουν να κάνουν). Βλέπετε δεν έπρεπε να χάσει τον θρόνο του, είχε τόσα πολλά ακόμη να κάνει, είχε τόσες εκκρεμότητες να τακτοποιήσει.
Στη φούρια του πάνω, όμως, ξέχασε να πει στους υπηκόους του ποια είναι αυτά τα τόσα πολλά που είχε να κάνει, «δεν βαριέσαι» σκέφτηκε «σιγά μην τους δώσω και λόγο τι θα κάνω και τι δεν θα κάνω, είμαι ή δεν είμαι βασιλιάς, χρειάζεται να ξέρουν; έτσι κι αλλιώς πάλι εμένα θα διαλέξουν. Να τους τα πω εγώ τώρα και να έχουν να λένε αυτοί μετά;».
Με αυτά και μ’ αυτά οι μέρες για τις εκλογές ήρθαν. Παρόλο που τα πράγματα ξεκίνησαν πολύ καλά για τον βασιλιά μας, την τελευταία εβδομάδα άρχισε να τρώγεται με τα ρούχα του, άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι αντίπαλοί του κατάλαβαν, πως αν ενωθούν ίσως να κατάφερναν να τον νικήσουν. Όπως και έγινε. Ενώθηκαν και τα κατάφεραν. Νικήσαν όμως με πολύ μικρή διαφορά. Βλέπετε υπήρχαν και μερικοί, που την τελευταία ώρα δεν μπόρεσαν να απαρνηθούν τον βασιλιά τους, τόσα χρόνια δεν τους είχε χαλάσει χατίρι, του είχαν και μια αδυναμία…
Μόλις έμαθε το αποτέλεσμα, ο βασιλιάς, ανταριάστηκε, ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε. Για καλή του τύχη όμως, ο «θεός» που τον αγαπούσε τόσο πολύ, του έκανε ένα ακόμη δώρο, του έδωσε το δικαίωμα να αμφισβητήσει δύο ψήφους, όσους χρειαζόταν δηλαδή για να μη χάσει. Τώρα, τι ακριβώς έγινε εκεί, είναι ένα άλλο παραμυθάκι για ποιο μεγάλα παιδιά και θα το πούμε μιαν άλλη μέρα.
Ο βασιλιάς μας, λοιπόν, που τα ήθελε όλα δικά του, αμφισβήτησε τρεις (βασιλιάς δεν ήταν;) για να τελειώνει μια και καλή. Έβαλε τα καλά του ανέβηκε στην άμαξα και πρωί-πρωί πήγε στον Μεγάλο Μάγο και του ζήτησε να πάρει μιαν απόφαση.
Οι μέρες περνούσαν και ένα βράδυ, ο βασιλιάς, είδε ένα σημαδιακό όνειρο. Ήταν σκοτάδι, πίσσα, γύρω του, ώσπου ξαφνικά μια απροσδιόριστα γνωστή φωνή του λέει, «πρώτος στον κουβά θα πας και πρώτος τον λαχνό θα πάρεις. Μόλις το χέρι στον κουβά θα βάλεις, αμέσως ποιο να πιάσεις θα καταλάβεις».
Την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησε χαρούμενος. Τώρα κατάλαβε. Μια και δυο, λοιπόν, στέλνει τον ντελάλη του να διαλαλήσει σε όλο το βασίλειο «ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς, θα κερδίσει στην κλήρωση που θα γίνει». Είπαμε το όνειρο ήταν σημαδιακό και ο βασιλιάς σίγουρος και για την απόφαση του Μεγάλου Μάγου και για την τύχη του στην κλήρωση.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε η ώρα. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε να ακούσει την μεγάλη απόφαση. Είχε αγωνία να μάθει (για να λέμε την αλήθεια, οι μισοί θέλανε να μάθουν, οι άλλοι μισοί που άκουσαν τον ντελάλη ξέρανε). Την είπαν την απόφαση, την άκουσε ο κόσμος, ο βασιλιάς μας όμως, ψύχραιμος περίμενε την κλήρωση, εξάλλου γι’ αυτό είχε έρθει.
Και όταν ήρθε η στιγμή, σαν έτοιμος από καιρό, όρμησε στον κουβά να πιάσει το χαρτάκι (σιγά μην άφηνε άλλον να τραβήξει πρώτος). Έβαλε το χέρι μέσα, κοντοστάθηκε λίγο, και να, στο χέρι του σαν να έγινε κάποιο θαύμα κόλλησε το μαγικό χαρτάκι. Ένα απαλό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, ήταν πια σίγουρος, τα είχε καταφέρει, δεν χρειαζόταν να το δει, έπρεπε όμως να το δείξει και στους άλλους. Το κράτησε στα χέρια του. Το ξεδίπλωσε με απαλές κινήσεις. Του ‘ριξε μια φευγαλέα ματιά (καλού κακού) και μπροστά στο ανυπόμονο πλήθος, σήκωσε τα χέρια να πανηγυρίσει, όπως ο τερματοφύλακας που πιάνει πέναλτι στο 90’. Τα κατάφερε, θα ήταν για πολλά ακόμη χρόνια βασιλιάς. «Ζήτω ο βασιλιάς», φώναξε δυνατά και κοντοστάθηκε τον αντίλαλο από το πλήθος να ακούσει. Μα ο αντίλαλος δεν ήρθε και το πλήθος γύρισε την πλάτη να φύγει. Και ο βασιλιάς μας ατάραχος, «πάλι θα τους φέρω βόλτα, λες και δεν τους ξέρω» σκέφτηκε και έπιασε ξοπίσω τους να τρέξει.
Και ζήσαν’ αυτοί καλά και ‘μεις καλύτερα. Ναι, αλήθεια σας λέω, έτσι έγινε… λίγο αργότερα όμως, χωρίς τον βασιλιά … γιατί τελικά, μπορεί να τους ήξερε καλά τους υπηκόους του, αλλά και αυτοί τον μάθαν’ απ’ την καλή…
Κωνσταντίνος Ισπόγλου
Υ.Γ.: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα (αποφασίστε εσείς, αν) είναι τελείως συμπτωματική.

http://dimypsilanti.blogspot.gr/2006/12/blog-post_12.html