Εισήγηση στην ημερίδα του Σπάρτακου για την ενέργεια και την οδηγία IPPC [Πτολεμαϊδα 24.06.10]
Τίτλος εισήγησης: Η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική στρατηγική και οι ασύμμετρες επιπτώσεις στην περιφερειακή οικονομία της Δ. Μακεδονίας *
Στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η βιομηχανία των στερεών ορυκτών καυσίμων απασχολεί άμεσα, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και βεβαίως, συντηρεί πολλαπλάσιο αριθμό έμμεσων και δευτερογενώς εξαρτημένων θέσεων εργασίας. Η οικονομική αξία της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνά τα 30 δις ευρώ ετησίως ενώ το σύνολο σχεδόν των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και κυρίως η Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και FYROM, είναι σημαντικά εξαρτημένες από τον λιθάνθρακα και τον λιγνίτη.
Είναι γνωστό, ότι οι βιομηχανίες ορυκτών στερεών καυσίμων, κυρίως λόγω μεγέθους, διαμορφώνουν καταλυτικά το φυσικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον στην ευρύτερη περιοχή δράσης τους. Πυροδοτούν, προάγουν και στηρίζουν μεσοπρόθεσμες συνθήκες συγκριτικά υψηλού βιοτικού επιπέδου, αλλά με ταυτόχρονη και ιδιαίτερα ευάλωτη αναπτυξιακή εξειδίκευση. Περιορίζονται σημαντικά παραδοσιακές επαγγελματικές δραστηριότητες και αγρότες χωρίς παράλληλη εκπαίδευση, μετατρέπονται σε ανειδίκευτους βιομηχανικούς εργάτες. Η χρόνια εξειδίκευση χωρίς εναλλακτικούς διεξόδους, χωρίς συντονισμένη κεντρική και περιφερειακή πολιτική, δημιουργεί ασφυκτικό πλαίσιο στην αναπτυξιακή πορεία της ευρύτερης περιοχής, ιδιαίτερα σε χώρες με χαμηλό επίπεδο εξωστρέφειας και ισχνές ανταγωνιστικές δυνατότητες. Η περιοχή μας, αποτελεί δυστυχώς απτό παράδειγμα μονοειδίκευσης, η οποία συνοδεύεται από σημαντικό έλλειμμα εξωστρέφειας και επιδεινώνεται από τη γενικότερη έλλειψη ανταγωνιστικότητας σε εθνικό επίπεδο.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί κλιμακούμενους, νομικά δεσμευτικούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς και μια γενικευμένη τάση απεξάρτησης από τα στερεά ορυκτά καύσιμα. Στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφίας, εντάσσεται και η Οδηγία 87/2003 και ειδικότερα οι ρυθμίσεις που θα καθορίσουν τα όρια της επιχειρησιακής εμπλοκής των παλαιών λιγνιτικών μονάδων της περιοχής μας.
Προφανώς, η συγκεκριμένη Οδηγία δεν έχει στόχο τον λιγνίτη, αλλά τις πρακτικές και τις τεχνολογικές επιλογές που σχετίζονται με την αξιοποίησή του. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Αναφερόμαστε εδώ και πενήντα χρόνια στον λιγνίτη, ως εθνικό καύσιμο, χωρίς την ύπαρξη μιας στοιχειώδους κεντρικής και περιφερειακής πολιτικής απέναντι στις προοπτικές και την ανταγωνιστικότητά του, ως περιφερειακή οικονομική συνιστώσα και καθοριστικής σημασίας εθνικό κεφάλαιο. Είναι πλέον καιρός να αξιοποιήσουμε τις νέες φιλικότερες προς το περιβάλλον τεχνολογίες με τους μέγιστους βαθμούς απόδοσης για την ορθολογικότερη χρήση των κοιτασμάτων λιγνίτη που απομένουν διότι πρόκειται για έναν μη ανανεώσιμο φυσικό πόρο.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Στρατηγική για την περίοδο 2011-2020 (COM (2010) 2020), οι γνωστοί πλέον στόχοι του «20-20-20», αναμένεται να μειώσουν τις εισαγωγές αργού και φ. αερίου κατά 60 δις ευρώ μέχρι το 2020, να αυξήσουν κατά 0.6-0.8% το ΑΕΠ της ΕΕ κυρίως λόγω της ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και βεβαίως, να δημιουργήσουν 600.000 νέες θέσεις εργασίας στον τομέα παραγωγής τεχνολογιών ΑΠΕ και 500.000 θέσεις εργασίας στον τομέα εξοικονόμησης ενέργειας.
Προφανώς, οι νέες θέσεις εργασίας δεν θα «μοιρασθούν» με γεωγραφική ποσόστωση αλλά θα δημιουργηθούν εκεί όπου υπάρχει ανταγωνιστικότητα, έρευνα, επίδειξη, προγραμματισμός και σαφώς, κάτω από την ομπρέλα μιας αποτελεσματικής και συντονισμένης εθνικής στρατηγικής. Oι «Βρυξέλλες» είναι ξεκάθαρες: Η επίτευξη των παραπάνω στόχων θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, εξειδικευμένες υποδομές, ενεργειακές πρακτικές χαμηλής έντασης άνθρακα, ανάπτυξη δεξιοτήτων και ενημέρωση της κοινωνίας. Παράλληλα, τονίζει και σημειώνει ότι οι τοπικές και περιφερειακές κοινωνίες θα κληθούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Κατά συνέπεια, αβίαστα προκύπτουν μια σειρά ερωτημάτων και βάσιμων προβληματισμών:
Γνωρίζουμε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις μιας «βεβιασμένης» απεξάρτησης από τα στερεά ορυκτά καύσιμα και πρωτίστως των χρόνια μόνο-ειδικευμένων και αναπτυξιακά μονο-εξαρτημένων περιφερειών σαν αυτή της Δ. Μακεδονίας;
Υπάρχουν διαθέσιμοι ποσοτικοί και ποιοτικοί δείκτες οι οποίοι να τεκμηριώσουν την μετάβαση σε καθεστώς χαμηλής ανθρακικής ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ, χωρίς ταυτόχρονο κίνδυνο αναπτυξιακής περιθωριοποίησης μεγάλου μέρους της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ακόμη και της Γερμανίας ;
Η αποφυγή καύσης ενός kg ελληνικού λιγνίτη σαφώς και αντανακλά σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το περιβαλλοντικό όφελος της μη εκπομπής του διοξειδίου του άνθρακα είναι μετρήσιμο και το «καρπώνεται» ολόκληρος ο πλανήτης (Global Effect). Απόλυτα θεμιτό. Όμως, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος θα το επωμιστεί μερικώς συγκεκριμένη περιφέρεια της ΕΕ (Local Effect). Γνωρίζουμε το κοινωνικό και οικονομικό κόστος της αποφυγής εξόρυξης, μεταφοράς, καύσης και παραγωγής ενέργειας από 1 kg ελληνικού λιγνίτη και μάλιστα, χωρίς εναλλακτική αναπτυξιακή διέξοδο; Είναι σαφές ότι υπάρχει ασύμμετρη αντιστοιχία μεταξύ του πλανητικού οφέλους και του τοπικού, περιφερειακού κόστους.
Μήπως τελικά βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων και διαπιστώσουμε ένα επιπλέον «Κοινοτικό Έλλειμμα» αναφορικά με τους μεγαλεπήβολους στόχους που θέτει η ΕΕ; Θα ήταν τραγικό να δημιουργούμε συνεχώς αυτοτροφοδοτούμενους, ομόκεντρους μηχανισμούς στήριξης.
Βεβαίως και υποστηρίζουμε θερμά τη βέλτιστη δυνατή συμμετοχή των ΑΠΕ στο εθνικό ενεργειακό μίγμα. Σαφώς η περιβαλλοντική προστασία αποτελεί αδιαπραγμάτευτη παράμετρο σε τοπικό, εθνικό και πλανητικό επίπεδο. Όχι όμως με κίνδυνο την περιθωριοποίηση και την αποσταθεροποίηση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της Δ. Μακεδονίας.
Σε κάθε περίπτωση, το ΤΕΕ/Δ. Μακεδονίας, στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με την Ενεργειακή Στρατηγική 2011-2020 και με καταληκτική ημερομηνία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2011, θα καταθέσει εγγράφως τους προαναφερόμενους προβληματισμούς, μετά βεβαίως από ανοιχτή διαβούλευση με τα Μέλη του.
Επιπλέον, το Περιφερειακό Τμήμα Δ. Μακεδονίας, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Εφαρμογών Στερεών Καυσίμων (ΙΤΕΣΚ), στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Προγράμματος ESPON, ανέλαβε ήδη την πρωτοβουλία να προωθήσει τον προαναφερόμενο προβληματισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατατέθηκε σχετικό υπόμνημα στην Εθνική Εκπρόσωπο του ESPON και αναμένεται η αξιολόγησή του στην τρέχουσα συνάντηση της ευρωπαϊκής επιτροπής παρακολούθησης στην Ισπανία. Το πρόγραμμα ESPON είναι μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία η οποία χρηματοδοτεί στοχευόμενες προσεγγίσεις σε θέματα αιχμής που σχετίζονται με τη συνοχή των περιφερειών της ΕΕ.
Για το ΤΕΕ/ΤΔΜ, ο λιγνίτης θα πρέπει και στο μέλλον να διατηρήσει τον κυρίαρχο ρόλο του στην ηλεκτροπαραγωγή της περιοχής, αλλά και της χώρας. Είναι όμως απαραίτητο να λαμβάνονται συνέχεια και να εφαρμόζονται με συνέπεια, μέτρα για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, αλλά και της βιωσιμότητας της λιγνιτικής παραγωγής.
Καθίσταται αναγκαία η κατάρτιση ενός συνολικού, ρεαλιστικού και επικαιροποιημένου στρατηγικού σχεδιασμού για τη Δυτική Μακεδονία, που θα λαμβάνει υπόψη:
Την αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της περιοχής με καύση σε σύγχρονες και φιλικότερες για το περιβάλλον μονάδες
Την ομαλότερη δυνατή μετάβαση από τη σημερινή κρίσιμη κατάσταση στη μεταλιγνιτική περίοδο.
Την ανυπολόγιστη προσφορά της τοπικής κοινωνίας στη διαχρονική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Την ουσιαστική αποκατάσταση και προστασία του πληγέντος περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής.
Κοζάνη 25-6-10
Μαυροματίδης Δημήτρης
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός
Πρόεδρος Δ.Ε. ΤΕΕ Δυτικής Μακεδονίας
* "Η αναθεώρηση της οδηγίας IPPC2008/1 ΕΚ για τους Βιομηχανικούς Ρύπους και οι επιπτώσεις της στην Ηλεκτροπαραγωγή της Δυτικής Μακεδονίας" που πραγματοποιήθηκε από το σωματείο εργαζομένων ΔΕΗ "Σπάρτακος" [24~25.06.10]