Εφημερίδα ΚΕΡΔΟΣ: Η απόσυρση του λιγνίτη πλήτει την τοπική οικονομία
Η απόσυρση 300 MW λιγνιτικής ισχύος της Δυτικής Μακεδονίας, θα στερήσει από την
τοπική οικονομία 83 εκατ. ευρώ ετησίως και θα προκαλέσει απώλεια 1559 θέσεων
εργασίας και μάλιστα, κυρίως εκτός ΔΕΗ ΑΕ. Αν αποσυρθούν 2400 MW, χωρίς
ισοδύναμα μέτρα στήριξης της τοπικής οικονομίας, τα μεγέθη είναι δυνατόν να
αποδειχθούν εφιαλτικά και μη αναστρέψιμα για την περιοχή. Αυτό αποτελεί ένα από
τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης που εκπόνησε το τμήμα Δυτικής Μακεδονίας του
ΤΕΕ με θέμα «Εκτίμηση του κόστους μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς
χαμηλής λιγνιτικής παραγωγής » και παρουσίασε πρόσφατα ο πρόεδρος του κ.
Δημήτρης Μαυροματίδης.
Ο κ. Μαυροματίδης επισημαίνει μιλώντας στο Κέρδος ότι για την περιφέρεια της
Δυτικής Μακεδονίας, η αξιοποίηση των λιγνιτικών αποθεμάτων αποκλειστικά σχεδόν
στην ηλεκτροπαραγωγή, αποτέλεσε το βασικότερο και κυρίαρχο βιομηχανικό
εγχείρημα των τελευταίων πέντε δεκαετιών. Η καθετοποιημένη βιομηχανία λιγνίτη,
με αποκλειστικό σχεδόν πυλώνα τη ΔΕΗ, επέδρασε καταλυτικά και διαμόρφωσε με
ισχυρό τρόπο την αναπτυξιακή πορεία της ευρύτερης περιοχής του ενεργειακού
άξονα Αμυνταίου-Πτολεμαΐδας- Κοζάνης, υπογραμμίζει η μελέτη.
Από τη μελέτη προκύπτουν συνοπτικά τα ακόλουθα συμπεράσματα:
Σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας, οι πολλαπλασιαστές απασχόλησης και εισοδήματος που
δημιουργεί η λιγνιτική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα υψηλοί. Για κάθε μία θέση
μόνιμου προσωπικού στα ορυχεία και στους σταθμούς παραγωγής, δημιουργούνται και
συντηρούνται 3,28 θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας. Για κάθε ένα ευρώ που
δαπανά η ΔΕΗ ΑΕ σε μισθούς και εργολαβίες, προκύπτουν επαγωγικά, περισσότερα
από τρία ευρώ στον κύκλο της τοπικής οικονομίας.
Επί
συνόλου 6.882 μόνιμων και εκτάκτων υπαλλήλων της ΔΕΗ ΑΕ στην περιοχή,
συντηρούνται συνολικά 22.573 θέσεις εργασίας σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας. Τα
387 εκατ. ευρώ που αποτελούν το καθαρό ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των
εργαζομένων στη ΔΕΗ ΑΕ αλλά και των κάθε είδους εργολαβιών και υπηρεσιών προς
τα ορυχεία και τους σταθμούς παραγωγής, δημιουργούν πλούτο 1,198 δισ. ευρώ για
το σύνολο της τοπικής οικονομίας. Πρακτικά, περισσότερο από το 25% του
περιφερειακού ΑΕΠ προκύπτει μονοσήμαντα από τις παραγωγικές δραστηριότητες της
βιομηχανίας λιγνίτη.
Για
κάθε τόνο λιγνίτη που εξορύσσεται στη Δυτική Μακεδονία, η τοπική οικονομία
κερδίζει συσσωρευτικά 23,81 ευρώ, ενώ για κάθε χίλιους τόνους λιγνίτη
συντηρούνται 0,45θέσεις εργασίας.
Η
αντικατάσταση λιγνιτικής ισχύος με ισχύ προερχομένη από εισαγόμενο φυσικό
αέριο, με τιμή αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2 στα 10 ευρώ /τόνο, θα είχε ως
αποτέλεσμα την απώλεια 83 εκ. ευρώ ετησίως για τη Δυτική Μακεδονία και επιπλέον
22,8 εκ. ευρώ ετήσιες απώλειες για την εθνική οικονομία.
Η
συσσωρευτική αξία του λιγνίτη που εξορύχτηκε από το 1960 μέχρι το 2011,
πρόσφερε στη Δυτική Μακεδονία συνολικό πλούτο της τάξης των 35 δισ. ευρώ. Η
αξιοποίηση των λιγνιτικών αποθεμάτων που απομένουν, θα προσφέρουν συνολικά και
μέχρι το 2054 οπότε και σχεδιάζεται η απόσυρση και της τελευταίας λιγνιτικής
μονάδας της περιοχής, 20 δισ. ευρώ.
Οριακό
και ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο καμπής για την περιοχή εκτιμάται ότι θα αποτελέσει
το 2021, οπότε και θα έχει απολεσθεί σημαντικό μέρος των θέσεων εργασίας και
των εισοδημάτων που προέρχονται από τη λιγνιτική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια,
οι όποιες δράσεις η πολιτικές σχεδιάζονται για να στηρίξουν τη Μεταλλιγνιτική
εποχή, πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και εφαρμογή στα επόμενα 7 χρόνια.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει να ξεκινήσουν σήμερα.
Σε
επίπεδο εθνικής οικονομίας, το σύνολο των λιγνιτών που εξορύχτηκαν από το 1960
μέχρι το 2009 στην περιοχή, μετατράπηκε σε ηλεκτρική ενέργεια ίση με 562.000
GWh, απέτρεψε την εισαγωγή 154.000.000 τόνων ισοδύναμου πετρελαίου και πρόσφερε
στην εθνική οικονομία εξοικονόμηση συναλλάγματος 49,7 δις δολαρίων.
Όλα
τα παραπάνω τεκμηριώνουν με μαθηματικό τρόπο την ισχυρή επίδραση της λιγνιτικής
βιομηχανίας τόσο στην οικονομία όσο και στην αγορά εργασίας της Δυτικής
Μακεδονίας. «Μπορούμε να μιλάμε ξεκάθαρα για συνθήκες μονοκαλλιέργειας οι
οποίες, χωρίς τη λήψη άμεσων μέτρων, θα εξελιχθούν σε μη αναστρέψιμη
αναπτυξιακή παθογένεια για την ευρύτερη περιοχή», αναφέρει ο κ. Μαυροματίδης.
Ο
ρόλος του ΤΕΕ είναι να τεκμηριώνει με επιστημονικό τρόπο και να θέτει τις
οριακές συνθήκες στα τεχνικο-οικονομικά προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία,
επισημαίνει, τονίζοντας ότι η λύση των προβλημάτων είναι πρωτίστως
υπόθεση της τοπικής, περιφερειακής και κεντρικής εξουσίας.
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκε ως βασικό εργαλείο η
μεθοδολογία των Εισροών-Εκροών (Ε-Ε) και το μαθηματικό υπόδειγμα Leontief, τα
οποία επιτρέπουν τη σύγκριση των αποτελεσμάτων με αυτά άλλων χωρών και
ανάλογων μελετών.