Δυτική Μακεδονία: Κόντρες με τη ΔΕΗ για την τηλεθέρμανση
την
11 Απρ 2020
Το σταμάτημα των έργων για την κατασκευή του ΑΗΣ της ΔΕΗ «Πτολεμαίδα 5» προκαλεί προβληματισμό για το κατά πόσο ο σταθμός θα είναι έτοιμος να στηρίξει το δίκτυο τηλεθέρμανσης το χειμώνα του 2021.
Η απόφαση να σταματήσουν τα έργα για την κατασκευή της μονάδας της ΔΕΗ «Πτολεμαίδα 5», λόγω κορονοϊού, έχει βάλει στο τραπέζι των συζητήσεων το κατά πόσο θα είναι έτοιμος ο ΑΗΣ να στηρίξει τη λειτουργία της τηλεθέρμανσης το χειμώνα του 2021. Τα περιθώρια είναι ασφυκτικά αφού το αρχικό χρονοδιάγραμμα προέβλεπε πως ο σταθμός θα ήταν έτοιμος το φθινόπωρο του 2021. Η ΔΕΗ διαβεβαιώνει τους παράγοντες της περιοχής πως δε θα υπάρξει πρόβλημα και ο σταθμός θα είναι λειτουργικά έτοιμος στην ώρα του, αλλά όλοι είναι επιφυλακτικοί και ζητούν να τηρήσει το αρχικό σχέδιο για να μη μείνει η περιοχή χωρίς τη φθηνλη τηλεθέρμανση.
Προβληματισμός υπάρχει όμως και κατά πόσο θα είναι έτοιμος και ο αγωγός μεταφοράς θερμικής ενέργειας από τη νέα μονάδα μέχρι το αντλιοστάσιο της Πτολεμαϊδας για να λειτουργήσει η τηλεθέρμανση. Η μελέτη για αυτό το έργο παραδόθηκε πριν λίγες μέρες και κόστισε 480.000 ευρώ. Η προκήρυξη για το συνολικό έργο θα βγει στον αέρα το επόμενο διάστημα. Ο προϋπολογισμός του έργου είναι 34 εκατομμύρια ευρώ.
Η απολιγνιτοποίηση
Όλα τα προηγούμενα χρόνια την τηλεθέρμανση στη δυτική Μακεδονία, (δηλαδή τη θέρμανση νοικοκυριών κι επιχειρήσεων με θερμικό φορτίο από το λιγνίτη) υποστήριζαν οι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί της ΔΕΗ στην περιοχή. Η απολιγνιτοποίηση που ξεκίνησε όμως στην περιοχή θα αφήσει ξεκρέμαστα και τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται έντονα από το φετινό χειμώνα. Οι μονάδες της ΔΕΗ που παρήγαγαν μικρό θερμικό φορτίο δεν έμπαιναν στο σύστημα της τηλεθέρμανσης κι έτσι όλη η περιοχή έμενε για μέρες χωρίς θέρμανση. Το κενό αυτό αναπλήρωσαν στο μέτρο του δυνατού, οι δημοτικές επιχειρήσεις που είχαν αναλάβει αυτό το έργο ξοδεύοντας όμως μεγάλα ποσά για την αγορά πετρελαίου θέρμανσης. Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο στην Κοζάνη ο δήμος αναγκάστηκε να ξοδέψει από την αρχή της χειμερινής περιόδου έως το τέλος Μαρτίου, 1.300.000 ευρώ για την αγορά πετρελαίου θέρμανσης.
SOS από το 2018
Τα πρώτα σήματα κινδύνου είχε εκπέμψει για το θέμα από το 2018 το τμήμα Δυτικής Μακεδονίας του ΤΕΕ. Σε παρέμβασή του η τότε διοίκησή του είχε επισημάνει πως υπάρχει κίνδυνος να μείνουν χωρίς θέρμανση χιλιάδες νοικοκυριά στην περιοχή να µείνουν χωρίς θέρµανση, αφού δεν έχουν καν εγκαταστάσεις και λέβητες για χρήση πετρελαίου! Ο τότε πρόεδρος του ΤΕΕ, ∆ηµήτρης Μαυροµατίδης, είχε ζητήσει την προµήθεια και εγκατάσταση εφεδρικών λεβήτων διπλού καυσίµου (αερίου CNG - πετρελαίου), προκειµένου να επιτευχθεί εξοικονόµηση ενέργειας, ποιοτική παροχή ενέργειας και ασφάλεια εφοδιασµού. Τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θερµαίνονται από την τηλεθέρµανση δεν έχουν εγκαταστάσεις, ούτε καν λέβητες, για τη χρήση άλλου καυσίµου, όπως για παράδειγµα το πετρέλαιο. Αν κλείσει το κύκλωµα της τηλεθέρµανσης, τότε όλοι θα πρέπει να προµηθευτούν λέβητες και να δηµιουργήσουν νέες εγκαταστάσεις.
Αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία
Πριν λίγες μέρες το θέμα έφερε στη βουλή η βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ στην Κοζάνη Καλλιόπη Βέττα επισημαίνοντας τα προβλήματα που προκλήθηκαν λόγω της μειωμένης τροφοδοσίας με θερμική ενέργεια από την ΔΕΗ, η οποία δεν τήρησε τη συμφωνία για την συμβολαιοποιημένη ποσότητα που ανέρχεται στα 137MWth καθώς οι μονάδες του Αγίου Δημητρίου δεν διοχετεύουν, ως όφειλαν, την απαραίτητη θερμική ισχύ στο σστημα της τηλεθέρμανσης. Το ίδιο πρόβλημα παρατηρήθηκε και στην Πτολεμαΐδα.
Από την αρχή της χρονιάς το πρόβλημα με την τηλεθέρμανση σε όλη τη δυτική Μακεδονία πήρε μεγάλες διαστάσεις εξαιτίας των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών που επικράτησαν ακόμα και μέσα στον Απρίλιο. Η απόφαση της ΔΕΗ, στα πλαίσια της απολιγνιτοποίησης, να μη βάζει στο δίκτυο το θερμικό φορτίο των λιγνιτικών μονάδων της περιοχής, άφησε στα… κρύα του λουτρού, χιλιάδες νοικοκυριά κι επιχειρήσεις. Η στάση της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλαν, ζητώντας την κινητοποίηση όλων των τοπικών παραγόντων οι εργαζόμενοι στις δημοτικές επιχειρήσεις τηλεθέρμανσης στην περιοχή. Όπως ανέφεραν «κατά την τρέχουσα χειμερινή περίοδο, εξ αιτίας μη ένταξης των Μονάδων Συμπαραγωγής στο σύστημα ημερήσιας κατανομής, για μεγάλα διαστήματα η τροφοδοσία των Τηλεθερμάνσεων Πτολεμαΐδας και Κοζάνης είναι ανεπαρκής, διότι παρέχεται μόνο από μια εκ των δυο συμπαραγωγικών Μονάδων του ΑΗΣ Καρδιάς και του ΑΗΣ/ΔΕΗ Αγ. Δημητρίου Κοζάνης, με αποτέλεσμα την οριακή τροφοδοσία των πόλεων και την υπερκατανάλωση πετρελαίου από τις Δημοτικές Επιχειρήσεις. Εδώ και ένα μήνα γίνεται καύση πετρελαίου με τεράστιο οικονομικό κόστος για το μέγεθος των επιχειρήσεων».
Ο πρώην δήμαρχος Κοζάνης
Με μια δημόσια παρέμβασή του ο πρώην δήμαρχος Κοζάνης Λευτέρης Ιωαννίδης τόνισε πως πρέπει να γίνουν επενδύσεις σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας για να εξασφαλιστεί η τηλεθέρμανση. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «τις τελευταίες ημέρες και για μια ακόμα φορά τη φετινή χρονιά, γίναμε όλοι μάρτυρες προβλημάτων της λειτουργίας των τηλεθερμάνσεων που οφείλονταν όχι σε κάποια βλάβη αλλά στη διαθεσιμότητα των λιγνιτικών μονάδων. Κάθε φορά δηλαδή, που μια μονάδα του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, από αυτές που τροφοδοτούν την τηλεθέρμανση Κοζάνης, βγαίνει έκτος λειτουργίας, δημιουργείται έλλειψη θερμικού φορτίου για τα νοικοκυριά με τη ΔΕΥΑΚ να προσπαθεί να το καλύπτει με καύση πετρελαίου. Αντίστοιχες καταστάσεις βιώνει και η τηλεθέρμανση στην Πτολεμαΐδα. Το ζήτημα όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς το πιθανότερο σενάριο είναι οι λιγνιτικές μονάδες να συνεχίζουν να χάνουν σε οικονομική ανταγωνιστικότητα έναντι άλλων τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής, ενώ η προοπτική κλεισίματος των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023 – 2028 κάνει την ανάγκη εύρεσης βιώσιμης λύσης για τις τηλεθερμάνσεις περισσότερο επιτακτικό από ποτέ».
Η δική του πρόταση όπως ανέφερε «προϋποθέτει οι τηλεθερμάνσεις να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα με άμεσες επενδύσεις, που θα οδηγήσουν σε διαφοροποίηση του μίγματος της παρεχόμενης θερμικής ενέργειας από το λιγνίτη με παράλληλη προσπάθεια αυτή να συνοδευτεί από ένα μεγάλο πρόγραμμα ενεργειακής εξοικονόμησης του δημόσιου, αλλά κυρίως του ιδιωτικού κτιριακού αποθέματος της περιοχής. Κατά την γνώμη μου είναι δεδομένο πως η επένδυση στην εξοικονόμηση που θα μειώσει το κόστος θέρμανσης για χιλιάδες νοικοκυριά στην περιοχή, θα περιορίσει την ενεργειακή φτώχεια και θα ενισχύσει ουσιαστικά την τοπική μας οικονομία, θα πρέπει να είναι μια από τις κύριες παρεμβάσεις – επενδύσεις στο πλαίσιο της μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή».